μεθυλινδόλιο

μεθυλινδόλιο
το
χημ. μεθυλιωμένο παράγωγο τού ινδολίου, δικυκλική οργανική ένωση με χημικό τύπο C9H9N.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκατόλιο — το, Ν χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, γνωστή και ως β μεθυλινδόλιο, που σχηματίζεται κατά τη σήψη ή την θέρμανση αλβουμινοειδών υλικών που περιέχουν θρυπτοφάνη, παρουσία αλκαλίων, και η οποία είναι λευκό κρυσταλλικό στερεό που αποκτά καστανή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”